ἀτραπός

ἀτραπός
ἀτρᾰπ-ός, [dialect] Ep. [full] ἀταρπός, as always in Hom., e.g. Il.17.743, :—
A short cut, or generally, path, Hom., Hdt.7.215, Ar.Nu.76, Th.4.36, etc.; ἀεὶ μίαν ἀ. πάντες βαδίζουσι [μύρμηκες] Arist.HA622b25.
2 metaph., walk of life,

ἡ πολιτικὴ ἀ. Pl.Plt.258c

;

μύθων Emp.24

;

ἱστορίης IG3.716

; ἀ. μύρμηκος, v. μυρμηκιά.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀτραπός — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… …   Dictionary of Greek

  • ατραπός — η πολύ στενός δρόμος, μονοπάτι: Στο χωριό οδηγούσε μονάχα μια ατραπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀταρπιτοί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτοῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτῶν — ἀτραπός fem gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτόν — ἀτραπός fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτός — ἀτραπός fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρποῖς — ἀτραπός fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρποί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρποῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”